- ἐμυδάξατο
- μυδάζομαιaor ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυδάζομαι — (Α) μυσσάττομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαρτυρείται στον αόρ. ἐμυδάξατο, εσφ. γρφ. τού ἐμυσάξωτο, αόρ. τού μυσάττομαι*] … Dictionary of Greek